- διδύμους
- δίδυμοςdoublemasc acc plδίδυμοςdoublemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διδύμους — Δίδυμος double masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
близньць — БЛИЗНЬЦ|Ь (13), А с. 1.Обычно дв. или мн. Близнец: Бра(т)˫а бѩхоу •г҃• ѡ(т) ка(по)докi˫а коупно рожьшесѩ ||=ѡ(т) ѥдиного чрѣва. трьѥ блiзньци. ПрЛ XIII, 134б в; гл҃ють бо ѥмоу и брата ѥмоу блiзньцема родивъшемасѩ ѡ(т) блоудьства (διδύμους) ГА… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
αδίδυμος — ἀδίδυμος, ον (Μ) [δίδυμος] αυτός που δεν έχει διδύμους (όρχεις) … Dictionary of Greek
αεροπειρατεία — Η βίαιη κατάληψη ενός αεροσκάφους στη διάρκεια της πτήσης του και η ομηρία των επιβατών και του πληρώματός του, με σκοπό συνήθως τη διαπραγμάτευση αιτημάτων (ατομικών ή ευρύτερων) με κρατικές αρχές. Η εγκληματική αυτή πρακτική, που καταδικάζεται… … Dictionary of Greek
δίπτερος — I (dipterus). Γένος ψαριών της δεβονίου περιόδου του παλαιοζωικού αιώνα, το οποίο σήμερα έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των διπτεριδών. Απολιθώματά του έχουν βρεθεί στα δεβόνια στρώματα των πολιτειών Πενσιλβάνια, Μοντάνα και Αϊόβα των ΗΠΑ,… … Dictionary of Greek
διζυγώτης — ο ο καθένας από τους διδύμους που προέρχονται από την ανάπτυξη δύο ωαρίων τα οποία γονιμοποιήθηκαν από διαφορετικά σπερματοζωάρια … Dictionary of Greek
επίγονος — (3ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, είχε φιλοτεχνήσει πολλά αγάλματα μεταξύ των οποίων ενός σαλπιγκτή και το σύμπλεγμα μιας νεκρής μητέρας με ένα παιδάκι δίπλα της. Η υπογραφή ενός γλύπτη Ε. εμφανίζεται σε τρία βάθρα αγαλμάτων… … Dictionary of Greek